ἄφρακτος

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ον, old Att. ἄφαρκτος (though this form has generally been altered by the copyists),

   A unfenced, unfortified, unguarded, οἴκησις, στρατόπεδον, Th.1.6,117: c. gen., ἀ. φίλων by friends, S.Aj.910 (lyr.); of ships, not decked, IG12(1).44 (Rhodes); of horses, opp. πεφραγμένοι, Arr.Tact.2.5.    2 not obstructed, Gal.17(1).598.    3 not to be kept in, irrepressible, σταγόνες A.Ch.186 (with v.l. ἄφραστοι).    II unguarded, off one's guard, ᾑρέθην E.Hipp.657; ληφθήσεσθε Th.6.33, cf. Ar.Th.581; πρός τινα Th.3.39.

German (Pape)

[Seite 414] unverzäunt, d. i. ungeschützt, φίλων, von Freunden, Soph. Ai. 893; ὅρκοις θεῶν Eur. Hipp. 657; οἴκησις, unbefestigt, Thuc. 1, 6; στρατόπεδον 1, 117; ἐν ἀφράκτῳ οἰκεῖν, unbeschützt wohnen, Luc. Gymnas. 34; unvorsichtig, Ar. Thesm. 581.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. non enclos, non enfermé ; ἡ ἄφρακτος ou τὰ ἄφρακτα vaisseau non ponté;
II. fig. 1 non protégé, non défendu ; ἄφρακτος φίλων SOPH privé du secours d’amis;
2 qui n’est pas sur ses gardes ; qui se trouve lié ou engagé par surprise.
Étymologie: ἀ, φράσσω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἄφαρκτος A.Ch.186, Th.passim, E.Hipp.657
I 1carente de valla o cerca, sin protección o guarda οἰκήσεις Th.1.6, στρατόπεδον Th.1.117, (πόλις) Lyd.Mag.3.54
desguarnecido ἵπποι Arr.Tact.2.5
esp. de naves sin puente o cubierta, OGI 773.4 (los IV a.C.), pero v. II
fig. falto de la protección φίλων S.Ai.910
indefenso ᾑρέθην E.l.c., ληφθήσεσθε Th.6.33, cf. Ar.Th.581, Th.3.39, D.C.42.2.1.
2 medic. no obstruido αἱ κοιλίαι Gal.17(1).598.
3 fig. desenfrenado, irreprimible del llanto στάγονες A.Ch.186.
II subst. τὸ ἄφρακτον nave sin puente o sin falcas, IG 22.650.10 (III a.C.), IG 12(5).913.3 (Tenos II a.C.), IG 12(1).44.4 (Rodas I d.C.), Plb.4.53.1, BGU 1744.11 (I a.C.), Cic.Att.105.1, 106.1.

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο (AM ἄφρακτος, -ον, Α και ἄφαρκτος, -ον)
απερίφρακτος, ξέφραγος
αρχ.
1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος
2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί
3. ασυγκράτητος
4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν προστατεύεται από φίλους
5. (για όργανα) εκείνος που δεν έχει πάθει απόφραξη
6. (για πλοία) «ἄφρακτοι νῆες» — χωρίς υπερυψωμένα θωράκια ώστε να προστατεύεται όλο το πλήρωμα των ερετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φρακτός < φράσσω.