θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
-η, -ο
1. εκείνος από τον οποίο αφαιρέθηκε ο φράχτης, αυτός που δεν έχει περίφραξη, άφραχτος
2. φρ. «ξέφραγο αμπέλι» — τόπος ή κατάσταση όπου ο καθένας μπορεί να ασυδοτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφράζω].