ἀποχειρόβιος
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
ον, = sq., Poll.1.50, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχειρόβιος: -ον, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν, «ἀποχειρόβιοι· οἱ ἁλιεῖς καὶ χειρώνακτες καὶ ἐγχειρογάστορες, οἱ τεχνῖται» Ἡσύχ., Πολυδ. Α΄, 50.
Spanish (DGE)
-ον
que vive del trabajo de sus manos Poll.1.50 (ap. crít.), Hsch.
Greek Monolingual
ἀποχειρόβιος κ. -βίωτος, -ον (Α)
αυτός που ζει με την εργασία των χεριών του, ο βιοπαλαιστής.