βιοπαλαιστής

From LSJ

Greek Monolingual

ο (θηλ. -στρια, η)
αυτός που παλεύει, που αγωνίζεται για ν' αποκτήσει τα απαραίτητα για τη ζωή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + παλαιστής. Η λ. στον πληθ., βιοπαλαισταί, οι, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].