αρκούδι

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Greek Monolingual

το (Μ ἀρκούδιον και ἀρκούδιν)
1. η μικρή αρκούδα
2. (χωρίς ένδειξη υποκορισμού) η αρκούδα (παροιμ., «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει» — ο πεινασμένος δεν έχει εύθυμη διάθεση).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του μτγν. άρκος].