αρκούδι

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το (Μ ἀρκούδιον και ἀρκούδιν)
1. η μικρή αρκούδα
2. (χωρίς ένδειξη υποκορισμού) η αρκούδα (παροιμ., «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει» — ο πεινασμένος δεν έχει εύθυμη διάθεση).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του μτγν. άρκος].