ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
ἀμφιθηγής, -ές (Α)ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -θηγής < θήγω].