ἀλιγύγλωσσος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει λιγυρή γλώσσα, καθαρή και δυνατή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λιγύς «λιγυρός» + -γλωσσος < γλῶσσα.