αλιγύγλωσσος

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source

Greek Monolingual

ἀλιγύγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει λιγυρή γλώσσα, καθαρή και δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λιγύς «λιγυρός» + -γλωσσος < γλῶσσα.