Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
ἀλιγύγλωσσος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει λιγυρή γλώσσα, καθαρή και δυνατή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + λιγύς «λιγυρός» + -γλωσσος < γλῶσσα.