ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go
ἀσθενόρριζος, -ον (Α)(για φυτά) αυτός που έχει ασθενικές ή αδύνατες ρίζες.