ανακουφιστήριο
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
Greek Monolingual
το
αφοδευτήριο, αποχωρητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακουφίζω. Η λ. κατ' ευφημισμό. Μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
το
αφοδευτήριο, αποχωρητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακουφίζω. Η λ. κατ' ευφημισμό. Μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].