ανακουφιστήριο

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

το
αφοδευτήριο, αποχωρητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακουφίζω. Η λ. κατ' ευφημισμό. Μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].