γαλάκτωμα
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
το
1. ετερογενές σύστημα το οποίο προκύπτει με διασπορά ενός υγρού με τη μορφή πολύ λεπτών σταγονιδίων σε άλλο υγρό μη αναμίξιμο με το πρώτο
2. φρ. «υδατικό γαλάκτωμα» — εκείνο στο οποίο χρησιμοποιείται το νερό ως μέσο διασποράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικ. Κοντόπουλου].