δεκαετηρίδα
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Greek Monolingual
και δεκαετηρίς, η (AM δεκαετηρίς) δεκαέτηρος
1. δεκαετία, περίοδος δέκα ετών
2. επέτειος συμπληρώσεως δέκα ετών κάποιου αξιόλογου γεγονότος
αρχ.
γιορτή που τελείται ανά δεκαετία.