λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
και γιδοκόπι, το
κοπάδι γιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. γιδοκοπή < γίδα + κοπή «κοπάδι»
γιδοκόπι < γίδα + -κόπι (πρβλ. μεθοκόπι, φωνοκόπι)].