δασκαλισμός

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

ο
1. νοοτροπία ή συμπεριφορά που αρμόζει σε στενοκέφαλο ή σχολαστικό δάσκαλο
2. εξεζητημένος αρχαϊσμός στη γλώσσα, συχνά εσφαλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (δι) δάσκαλος + -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].