γύλος

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

ο
1. ονομασία του τελεόστεου ψαριού Κόρις η ιουλίς
2. αλιευτικό εργαλείο, ομοίωμα γύλου με κρυμμένο αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γύλος, του οποίου την ύπαρξη πιστοποιεί το αρχ. υποκορ. γυλίσκος, που μαρτυρείται στον Ησύχιο].