ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
(Α γυρῶ, -όω) νεοελλ. πλαταίνω το ακέφαλο άκρο καρφιού με το σφυρί αρχ. 1. κάνω κάτι στρογγυλό 2. περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυρώ < γυρός ή < γύρος].