Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
δεκαδοῡχος, ο (Α)ένας από τους δέκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάς (-άδος) + -ουχος < έχω].