γλωσσομαθής

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μιλάει ξένες γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Ασώπιο].