γοργότητα
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Greek Monolingual
η (AM γοργότητα) γοργός
ταχύτητα, γρηγοράδα
αρχ.
1. (για το ύφος) ορμητικότητα
2. (για το βλέμμα) αυστηρότητα.