ορμητικότητα

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον ορμητικό, αυτόν δηλ. που ενεργεί ή κινείται με ταχύτητα ή με ένταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορμητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό Όμηρος].