δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ηη ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον ορμητικό, αυτόν δηλ. που ενεργεί ή κινείται με ταχύτητα ή με ένταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορμητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό Όμηρος].