Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
[Seite 553] = δευτεροῦχος, Sp.
δευτερόσχετος, -ον (Α)αυτός που ακολουθεί τον δεύτερο, που έρχεται μετά τον δεύτερο.