δικαιολόγηση
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
η
1. υπεράσπιση, απόδοση δικαιοσύνης
2. η έγκριση, η νομιμοποίηση μιας ενέργειας, θέσης ή κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στην απολογία τών Ιω. Ορλάνδου και Ανδρ. Λουριώτη].