δικαιολόγηση
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
η
1. υπεράσπιση, απόδοση δικαιοσύνης
2. η έγκριση, η νομιμοποίηση μιας ενέργειας, θέσης ή κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στην απολογία τών Ιω. Ορλάνδου και Ανδρ. Λουριώτη].