διευθέτηση
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
Greek Monolingual
η (Μ διευθέτησις) διευθετώ
τοποθέτηση κάθε πράγματος στη θέση του, τακτοποίηση
νεοελλ.
1. διακανονισμός ενός ζητήματος μετά από άρση τών δυσχερειών
2. «έργα διευθετήσεως» — μεταλλευτικά έργα συμπληρωματικά τών κυρίως ερευνητικών (συγκοινωνίες, μεταφορές κ.λπ.)
μσν.
(για αστέρια) η σχετική θέση.