διευθέτηση

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464

Greek Monolingual

η (Μ διευθέτησις) διευθετώ
τοποθέτηση κάθε πράγματος στη θέση του, τακτοποίηση
νεοελλ.
1. διακανονισμός ενός ζητήματος μετά από άρση τών δυσχερειών
2. «έργα διευθετήσεως» — μεταλλευτικά έργα συμπληρωματικά τών κυρίως ερευνητικών (συγκοινωνίες, μεταφορές κ.λπ.)
μσν.
(για αστέρια) η σχετική θέση.