διακόσμηση

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α διακόσμησις, -εως) διακοσμώ
1. εξωραϊσμός, στολισμός
2. τακτοποίηση, διευθέτηση, διαρρύθμιση
3. ο διάκοσμος
αρχ.
(στους Πυθαγορείους και στους Νεοπλατωνικούς) η αρμονική και έρρυθμη διάταξη του σύμπαντος.