εισπνοή

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

η (AM εἰσπνοή)
εισαγωγή αέρα ή άλλων ουσιών στους πνεύμονες με την αναπνοήεισπνοή οξυγόνου»)
νεοελλ.
η διεύρυνση τών πνευμόνων και του θώρακα κατά την αναπνοή.