ἑκατογκάρανος
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
English (LSJ)
[κᾰ], ον, = sq., A.Pr.355.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτογκάρᾱνος: -ον, = τῷ ἑπομ., Αἰσχύλ. Πρ. 353.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à cent têtes.
Étymologie: ἑκατόν, κάρηνον.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτογκάρᾱνος) -ον
• Prosodia: [-κᾰ-]
de cien cabezas τέρας ἑ. de Tifón, A.Pr.353.
Greek Monolingual
ἑκατογκάρανος και ἑκατογκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει εκατό κεφάλια.