εγκαίω

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐγκαίω (Α)
1. καίω, θερμαίνω
2. χαράζω με έγκαυση, στιγματίζω
3. (για τον ήλιο) καψαλίζω
4. ζωγραφίζω με την εγκαυστική, με χρώματα ανακατωμένα με κερί
5. βάζω φωτιά σε κάτι
6. (για πάθος) φλογίζω
7. προσφέρω θυσία.