ἐγκαίω (Α)1. καίω, θερμαίνω2. χαράζω με έγκαυση, στιγματίζω3. (για τον ήλιο) καψαλίζω4. ζωγραφίζω με την εγκαυστική, με χρώματα ανακατωμένα με κερί5. βάζω φωτιά σε κάτι6. (για πάθος) φλογίζω7. προσφέρω θυσία.