Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
-η, -ο και ενάστερος, -η, -ο (Α ἔναστρος, -ον)
ο γεμάτος αστέρια, ο αστροφώτιοτος («έναστρος ουρανός»)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα αστέρια
2. λαμπερός, αστερόφεγγος, φωτεινός («ἔναστροι ἰδέαι»).