Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
το, Ν ψηλώνω1. το να ψηλώνει, να παίρνει ύψος κάποιος ή κάτι (α. «το ψήλωμα του σπιτιού» β. «το ψήλωμα του παιδιού»)2. ύψωμα.