ψίζομαι

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψίζομαι Medium diacritics: ψίζομαι Low diacritics: ψίζομαι Capitals: ΨΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: psízomai Transliteration B: psizomai Transliteration C: psizomai Beta Code: yi/zomai

English (LSJ)

   A weep, ἄ με ψισδομένα κατελίμπανεν Sapph.Supp.23.2; ψιζομένη· κλαίουσα, Hsch.; ἔψιδεν· ἔκλαυσεν, Id.; cf. ψίνδεσθαι.

Greek Monolingual

και ψίσδομαι Α
κλαίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. σίζω)].