ψιλάνθρωπος

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλάνθρωπος: -ον, ψιλὸς ἄνθρωπος, μόνον ἄνθρωπος, ἀντίθετον τῷ θεάνθρωπος, οὐ ψιλάνθρωπα εἶχε τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ θεάνθρωπα Ἀναστ. Σιναΐτ. Ὁδηγ. σ. 242, 28.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται, απλώς, σε άνθρωπο, θεωρούμενο χωρίς καμιά άλλη ιδιότητα («οὐ ψιλάνθρωπα εἶχε τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ θεάνθρωπα», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + ἄνθρωπος.