ψιλάνθρωπος
From LSJ
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλάνθρωπος: -ον, ψιλὸς ἄνθρωπος, μόνον ἄνθρωπος, ἀντίθετον τῷ θεάνθρωπος, οὐ ψιλάνθρωπα εἶχε τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ θεάνθρωπα Ἀναστ. Σιναΐτ. Ὁδηγ. σ. 242, 28.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται, απλώς, σε άνθρωπο, θεωρούμενο χωρίς καμιά άλλη ιδιότητα («οὐ ψιλάνθρωπα εἶχε τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ θεάνθρωπα», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + ἄνθρωπος.