ψιλοτοπαρχία

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ, Aufsicht über ein unbepflanztes Feld, ein ägyptisches obrigkeitliches Amt, s. Böckh's Erkl. einer ägypt. Urkunde auf Papyrus p. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλοτοπαρχία: ἡ, ἐποπτεία ἐπὶ τόπου ἀφυτεύτου, (ψιλοῦ τόπου), ἀξίωμά τι ἐν Αἰγύπτῳ Böckh. Aeg. Ulkund. σ. 18.

Greek Monolingual

ἡ, Α
εποπτεία σε άδενδρο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + τοπαρχία.