ψυχισμός
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, ο ψυχικός του κόσμος, το σύνολο τών νοητικών, συναισθηματικών και βουλητικών φαινομένων και λειτουργιών του ατόμου
2. (παλ. όρος) φιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία η ψυχή αποτελεί την εσωτερική ουσία τών όντων, καθώς και τον παράγοντα της εξέλιξής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].