ωροδείκτης
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
Greek Monolingual
και ωροδείχτης, ο, Ν
η βελόνη στην πλάκα του ρολογιού η οποία δείχνει τις ώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ώρα + δείκτης (< δεικνύω). Ο τ. ωροδείκτης μαρτυρείται από το 1761 στον Ιωσ. Μοισιόδακα].