ωροδείκτης
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
και ωροδείχτης, ο, Ν
η βελόνη στην πλάκα του ρολογιού η οποία δείχνει τις ώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ώρα + δείκτης (< δεικνύω). Ο τ. ωροδείκτης μαρτυρείται από το 1761 στον Ιωσ. Μοισιόδακα].