Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ωριμότητα

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

η / ὡριμότης, -ότητος, ΝΜΑ ώριμος
(για καρπούς) η ιδιότητα ή η κατάσταση του ώριμου, το μέστωμα
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) η κατάσταση πλήρους σωματικής ανάπτυξης και πνευματικής συγκρότησης.