Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
αβδέλλα
1. γεμίζω βδέλλες
«το νερό αβδέλλιασε»
2. προσβάλλομαι από διστομίαση, «κλαπατσιάζω»
3. κάνω αφαίμαξη χρησιμοποιώντας βδέλλες.