αβδελλιάζω

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

αβδέλλα
1. γεμίζω βδέλλες
«το νερό αβδέλλιασε»
2. προσβάλλομαι από διστομίαση, «κλαπατσιάζω»
3. κάνω αφαίμαξη χρησιμοποιώντας βδέλλες.