αβδελλιάζω

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

αβδέλλα
1. γεμίζω βδέλλες
«το νερό αβδέλλιασε»
2. προσβάλλομαι από διστομίαση, «κλαπατσιάζω»
3. κάνω αφαίμαξη χρησιμοποιώντας βδέλλες.