αγαλλίαση

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγαλλίασις) ἀγαλλιῶ
μεγάλη, απερίγραπτη χαρά, ψυχική ευφροσύνη
(ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική γλώσσα) η πνευματική ευφροσύνη που δίνει η απαλλαγή από τις αμαρτίες.