ωχροκίτρινος

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, υποκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].