ένεση

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔνεσις) ενίημι
η έγχυση θεραπευτικού υγρού στον οργανισμό με ειδική συσκευή (σύριγγα) («ένεση ενδοφλέβια, υποδόρια»)
νεοελλ.
1. η συσκευή με την οποία γίνεται η έγχυση του θεραπευτικού υγρού, η σύριγγα
2. το ίδιο το υγρό («της έγραψε ενέσεις για την καρδιά»)
3. μτφ. ενθάρρυνση, παρότρυνση («χρειάζεται μερικές ενέσεις στο ηθικό του»)
μσν.
κλύσμα
αρχ.
ένθεση, εμβολήἔνεσις φύσης ἐνιεμένης ἐς τήν κοιλίην», Ιπποκρ.).