εξάφωτος
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
-η, -ο (Μ ἑξάφωτος, -ον)
αυτός που έχει έξι φώτα («ἡ ἑξάφωτος λυχνία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + φως, φωτός].