εξουδετέρωση
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
Greek Monolingual
η
1. η ματαίωση με επιτυχημένη αντενέργεια
2. η προσθήκη σε διάλυμα οξέος ισοδύναμης ποσότητας μιας βάσης ή το αντίθετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξουδετερώνω. Η λ., στον λόγιο τ., εξουδετέρωσις μαρτυρείται από το 1874 στον Ν. Γ. Κωτσάκη].