εξουδετέρωση

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

η
1. η ματαίωση με επιτυχημένη αντενέργεια
2. η προσθήκη σε διάλυμα οξέος ισοδύναμης ποσότητας μιας βάσης ή το αντίθετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξουδετερώνω. Η λ., στον λόγιο τ., εξουδετέρωσις μαρτυρείται από το 1874 στον Ν. Γ. Κωτσάκη].