ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
ἔνυλος, -ον (AM) ύλημσν.1. υλικός2. δασώδηςαρχ.1. αυτός που περιέχεται στην ύλη, στο σώμα2. αστρολ. ο προορισμένος να υποστεί ζημιά σε δάσος, δηλ. από πυρκαγιά. επίρρ...ἐνύλως (αντίθ. του ἀύλως) κατά τρόπο ένυλο, υλικώς.