ένυλος

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ἔνυλος, -ον (AM) ύλη
μσν.
1. υλικός
2. δασώδης
αρχ.
1. αυτός που περιέχεται στην ύλη, στο σώμα
2. αστρολ. ο προορισμένος να υποστεί ζημιά σε δάσος, δηλ. από πυρκαγιά.
επίρρ...
ἐνύλως (αντίθ. του ἀύλως) κατά τρόπο ένυλο, υλικώς.