ενημερώνω

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

(AM ἐνημερώνω και ἐνημερῶ, -όω) ενήμερος
καθιστώ κάποιον ενήμερο, γνώστη ζητημάτων, υποθέσεων ή καταστάσεων, τον κατατοπίζω, τον προσανατολίζω
(«δεν μέ ενημέρωσε έγκαιρα», «ο νέος υπουργός ενημερώθηκε στα θέματα του υπουργείου από τον προκάτοχό του»).