ενημερώνω
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Greek Monolingual
(AM ἐνημερώνω και ἐνημερῶ, -όω) ενήμερος
καθιστώ κάποιον ενήμερο, γνώστη ζητημάτων, υποθέσεων ή καταστάσεων, τον κατατοπίζω, τον προσανατολίζω
(«δεν μέ ενημέρωσε έγκαιρα», «ο νέος υπουργός ενημερώθηκε στα θέματα του υπουργείου από τον προκάτοχό του»).