εξημέρωση
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
Greek Monolingual
η (AM ἐξημέρωσις) εξημερώνω
1. το να καταστεί κάποιος ή κάτι ήμερος («η εξημέρωση του αλόγου», «τῆς γῆς ἐξημέρωσιν»)
2. ο εκπολιτισμός.
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
η (AM ἐξημέρωσις) εξημερώνω
1. το να καταστεί κάποιος ή κάτι ήμερος («η εξημέρωση του αλόγου», «τῆς γῆς ἐξημέρωσιν»)
2. ο εκπολιτισμός.